- μηλοφορία
- μηλοφορία, ἡ (Α) [μηλοφόρος]το έργο τού μηλοφόρου («τὴν παρά Μήδων γενέσθαι Πέρσαις μηλοφορίαν», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηλοφορίαν — μηλοφορίᾱν , μηλοφορία office of the fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)